ὀπισθουρητικά

ὀπισθουρητικά
ὀπισθουρητικός
retromingent
neut nom/voc/acc pl
ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός
retromingent
fem nom/voc/acc dual
ὀπισθουρητικά̱ , ὀπισθουρητικός
retromingent
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”